- τσαγκίλα
- ηβλ. ταγκίλα, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσαγκίλα — η, Ν βλ. ταγγίλα … Dictionary of Greek
ταγγίλα — και ταγκίλα και τσαγγίλα και τσαγκίλα, η, Ν ταγγάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγγός / τσαγγός + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα)] … Dictionary of Greek
τσαγγίλα — και τσαγκίλα, η, Ν βλ. ταγγίλα … Dictionary of Greek
ταγκάδα — η και ταγκίλα, η και τσαγκόδα, η και τσαγκίλα, η και τάγκιασμα, το και τσάγκιασμα, το η αλλοίωση λαδιού, βουτύρου και λιπαρών ουσιών, που προκαλεί δυσάρεστη γεύση και οσμή: Το λάδι βρομάει ταγκάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)